συνέπηξα
Смотреть что такое "συνέπηξα" в других словарях:
συνέπηξα — συμπήγνυμι put together aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπηξα — συμπήγνυμι put together aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)